- εὐανακόμιστος
- εὐανα-κόμιστος, ον,A easy to bring back, Plu.2.458e; easily restored, of health, Gal.6.297.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευανακόμιστος — εὐανακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.) 2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα κομίζω] … Dictionary of Greek
εὐανακόμιστος — easy to bring back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανακόμιστον — εὐανακόμιστος easy to bring back masc/fem acc sg εὐανακόμιστος easy to bring back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)